- δημοσθένειος
- -α, -ο (AM δημοσθένειος, -ον)αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ρήτορα Δημοσθένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δημοσθένειος — Demosthenic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοσθένειον — Δημοσθένειος Demosthenic masc acc sg Δημοσθένειος Demosthenic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοσθένεια — Δημοσθένειος Demosthenic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσθενικός — ή, ό (AM δημοσθενικός, ή, όν) ο δημοσθένειος … Dictionary of Greek